- τραγουδιστά
- [трагудиста] εκίρ. напевая.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ένωδος — ἔνῳδος, ον και ἐνῳδός, όν (Α) αυτός που ενέχει ωδή, μουσικός («ἔνῳδος φωνή»). επίρρ... ἐνῴδως μουσικώς, με μέλος, τραγουδιστά … Dictionary of Greek
κελαδητός — και κελαηδητός και κελαηδιστός, κελαδιστός και κελαϊδιστός, ή, ό [κελαδώ] αυτός που ηχεί σαν κελάηδημα («κελαηδιστό νερό»). επίρρ... κελαδητά και κελαηδητά και κελαηδιστά με κελαδητό τρόπο, τραγουδιστά … Dictionary of Greek
κελαηδιστής — και κελαϊδιστής, θηλ. κελαηδίστρα και κελαϊδίστρα αυτός που μιλά κελαηδιστά, τραγουδιστά, αυτός που μιλά ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαηδώ. Για τη γραφή κελαϊδιστής βλ. κελαηδισμός. Η λ., στον τ. κελαδιστής, μαρτυρείται από το 1841 στον Ν. Ι.… … Dictionary of Greek
κελαρύζω — (Α κελαρύζω) (για τρεχούμενο νερό) κυλώ με μουρμουρητό, ηχώ τραγουδιστά, γαργαρίζω («τριγύρω εις την μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, όπου εκελάρυζε τα νερά της στ αυλάκια», Παπαδ.) αρχ. 1. ξεχύνομαι άφθονος, αναβλύζω 2. χύνω υγρό βγάζοντας ήχο… … Dictionary of Greek
μοιρολοϊστά — επίρρ. με μοιρολόγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολό(γ)ι, κατά το τραγουδιστά] … Dictionary of Greek
παρασκήνιο — το / παρασκήνιον, ΝΑ θεατρ. ο δίπλα από τη σκηνή τού θεάτρου χώρος νεοελλ. 1. καθένα από τα ορθογώνια πλαίσια πάνω στα οποία εκτείνονται τα σκηνογραφήματα, δεξιά και αριστερά τής σκηνής και τα οποία κρύβουν από τους θεατές το εσωτερικό της, αλλ.… … Dictionary of Greek
τραγουδιστός — ή, ό, Ν 1. αυτός που άδεται, που ψάλλεται με μουσική («τραγουδιστό κείμενο») 2. αυτός που είναι σαν τραγούδι («τραγουδιστή φωνή» μελωδική ή συρτή φωνή). επίρρ... τραγουδιστά Ν με τραγουδιστό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγουδώ + κατάλ. ιστός (< ρ.… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek